- υφέσιμος
- -η, -οαυτός που επιδέχεται ελάττωση, ο μειώσιμος, ο περιορίσιμος: Υφέσιμος πυρετός.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
υφέσιμος — η, ο, Ν ο δεκτικός ύφεσης («υφέσιμος πυρετός» τύπος πυρετού που χαρακτηρίζεται από περιόδους απυρεξίας οι οποίες παρεμβάλλονται ανάμεσα σε πολύ κοντινές πυρετικές εξάρσεις). [ΕΤΥΜΟΛ. < ύφεση. Η λ. μαρτυρείται από το 1856 στον Θεόδ. Αφεντούλη] … Dictionary of Greek
πυρετός — Κάθε σταθερή ανύψωση της θερμοκρασίας του σώματος πάνω από τα φυσιολογικά όρια. Όταν η θερμοκρασία, που λαμβάνεται στη μασχάλη, ξεπερνά τους 37°C θεωρείται π.· όπως είναι γνωστό, η θερμοκρασία του στόματος είναι κατά μερικά δέκατα υψηλότερη από… … Dictionary of Greek